τρωτότητα

τρωτότητα
η
1. το να είναι κανείς τρωτός (βλ. λ.).
2. η εκατοστιαία αναλογία απώλειας σε τμήμα στρατού από το εχθρικό πυρ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρωτότητα — η, Ν [τρωτός] 1. το να είναι κανείς τρωτός 2. στρ. οι επί τοῑς εκατό απώλειες τις οποίες υφίσταται ένα στρατιωτικό τμήμα από τα εχθρικά πυρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”